τρωγλοδύτις: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(42)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=troglodytis
|Transliteration C=troglodytis
|Beta Code=trwglodu/tis
|Beta Code=trwglodu/tis
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τρωγλῖτις]].</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τρωγλῖτις]].</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />τρωγλῑτις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Τρωγλοδύτης</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>, -<i>ιδος</i>. Πρόκειται για [[είδος]] μύρου αιθιοπικής προέλευσης (<b>βλ.</b> και λ. [[τρωγλῖτις]])].
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />τρωγλῑτις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Τρωγλοδύτης</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>, -<i>ιδος</i>. Πρόκειται για [[είδος]] μύρου αιθιοπικής προέλευσης (<b>βλ.</b> και λ. [[τρωγλῖτις]])].
}}
}}

Revision as of 09:15, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδύτις Medium diacritics: τρωγλοδύτις Low diacritics: τρωγλοδύτις Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΙΣ
Transliteration A: trōglodýtis Transliteration B: trōglodytis Transliteration C: troglodytis Beta Code: trwglodu/tis

English (LSJ)

   A v. τρωγλῖτις.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
τρωγλῑτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης + κατάλ. -ις, -ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)].