ἁμαξόποδες: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amaksopodes
|Transliteration C=amaksopodes
|Beta Code=a(maco/podes
|Beta Code=a(maco/podes
|Definition=οἱ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἁμαξήποδες]], Vitr.10.14.1.</span>
|Definition=οἱ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἁμαξήποδες]], Vitr.10.14.1.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:16, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξόποδες Medium diacritics: ἁμαξόποδες Low diacritics: αμαξόποδες Capitals: ΑΜΑΞΟΠΟΔΕΣ
Transliteration A: hamaxópodes Transliteration B: hamaxopodes Transliteration C: amaksopodes Beta Code: a(maco/podes

English (LSJ)

οἱ,    A = ἁμαξήποδες, Vitr.10.14.1.

German (Pape)

[Seite 116] Vitruv. 10, 20, Achsenscheeren, arbusculae, in quibus versantur rotarum axes, vgl. ἁμαξήποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξόποδες: οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: ἁμαξήποδες ἐν Πολυδ. 1. 253, «ἁμαξήποδες, ὑφ’ ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος.»

Greek Monolingual

οι
υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. του ουσ. πους, ποδός].