ἔκπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekptotos
|Transliteration C=ekptotos
|Beta Code=e)/kptwtos
|Beta Code=e)/kptwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[abject]], Paul.Al.<span class="title">O.</span>1 ; [[banished]], Vett. Val.86.14,al.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[abject]], Paul.Al.<span class="title">O.</span>1 ; [[banished]], Vett. Val.86.14,al.</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 22:35, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπτωτος Medium diacritics: ἔκπτωτος Low diacritics: έκπτωτος Capitals: ΕΚΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: ékptōtos Transliteration B: ekptōtos Transliteration C: ekptotos Beta Code: e)/kptwtos

English (LSJ)

ον,    A abject, Paul.Al.O.1 ; banished, Vett. Val.86.14,al.

Spanish (DGE)

-ον
1 caído en desgracia, desgraciado Vett.Val.82.16, 98.9, 420.27, οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καὶ ἔκπτωτοι Chrys.M.49.407
c. gen. expulsado, excluido τοῦ μακαρισμοῦ Anon.Hier.Luc.31.97
subst. ὁ ἐ. el caído, el pecador Thdt.Anc.Hom.72.11 (p.79.5).
2 despreciable πατὴρ ... ἄδοξος ἢ ... ἐ. Paul.Al.58.15, cf. 71.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκπτωτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η εξουσία, το αξίωμα («ἐκπτωτος βασιλιάς», «έκπτωτος αρχιερεύς»)
νεοελλ.
«έκπτωτος εργολάβος» — αυτός που έχασε τα δικαιώματά του γιατί δεν εκτέλεσε επαρκώς τους όρους της συμβάσεως
αρχ.
1. αυτός που ξέπεσε στα μάτια τών άλλων, ανυπόληπτος
2. εξόριστος.