Ίωνες: Difference between revisions

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οἱ (Α Ἴωνες)<br /><b>1.</b> ένα από τα [[πρώτα]] ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική [[Ελλάδα]] [[κατά]] τη 2η π.Χ. [[χιλιετία]]<br /><b>2.</b> οι κάτοικοι της Ιωνίας, της περιοχής τών δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας που εποικίστηκε από τους Έλληνες [[κατά]] την 1η π.Χ. [[χιλιετία]]<br /><b>3.</b> οι ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα αιγυπτ. <i>jwn</i>(<i>n</i>)', εβρ. <i>j</i><i>ā</i><i>w</i><i>ā</i><i>n</i>, αρχ. περσ. <i>yauna</i> οδηγούν στην [[παραγωγή]] του τ. <i>Ἴωνες</i> <span style="color: red;"><</span> <i>I</i><i>ā</i><i>Foνες</i> ( <i>IάFoνες</i> > [[Ιάονες]], με σίγηση του <i>F</i>, > <i>Ἰῶνες</i>, με [[συναίρεση]], > <i>Ἴωνες</i>, με αναβιβασμό του τόνου) του οποίου όμως η [[προέλευση]] [[είναι]] άγνωστη, [[καίτοι]] επιβεβαιώνεται από τον μυκηναϊκό τ. <i>I</i><i>ā</i><i>wones</i>. Ο τ. <i>Ἴωνες</i> έχει επικό τ. [[Ἰάονες]]<br />οι τ. του ενικού <i>Ἴων</i>, [[Ιάων]] [[είναι]] σπάνιοι.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιωνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ιάς</i>, [[ιωνίζω]], [[ιώνιος]], [[ιωνίς]], [[ιωνίσκος]]].
|mltxt=οἱ (Α Ἴωνες)<br /><b>1.</b> ένα από τα [[πρώτα]] ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική [[Ελλάδα]] [[κατά]] τη 2η π.Χ. [[χιλιετία]]<br /><b>2.</b> οι κάτοικοι της Ιωνίας, της περιοχής τών δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας που εποικίστηκε από τους Έλληνες [[κατά]] την 1η π.Χ. [[χιλιετία]]<br /><b>3.</b> οι ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τα αιγυπτ. <i>jwn</i>(<i>n</i>)', εβρ. <i>j</i><i>ā</i><i>w</i><i>ā</i><i>n</i>, αρχ. περσ. <i>yauna</i> οδηγούν στην [[παραγωγή]] του τ. <i>Ἴωνες</i> <span style="color: red;"><</span> <i>I</i><i>ā</i><i>Foνες</i> ( <i>IάFoνες</i> > [[Ιάονες]], με σίγηση του <i>F</i>, > <i>Ἰῶνες</i>, με [[συναίρεση]], > <i>Ἴωνες</i>, με αναβιβασμό του τόνου) του οποίου όμως η [[προέλευση]] [[είναι]] άγνωστη, [[καίτοι]] επιβεβαιώνεται από τον μυκηναϊκό τ. <i>I</i><i>ā</i><i>wones</i>. Ο τ. <i>Ἴωνες</i> έχει επικό τ. [[Ἰάονες]]<br />οι τ. του ενικού <i>Ἴων</i>, [[Ιάων]] [[είναι]] σπάνιοι.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιωνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ιάς</i>, [[ιωνίζω]], [[ιώνιος]], [[ιωνίς]], [[ιωνίσκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

οἱ (Α Ἴωνες)
1. ένα από τα πρώτα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία
2. οι κάτοικοι της Ιωνίας, της περιοχής τών δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας που εποικίστηκε από τους Έλληνες κατά την 1η π.Χ. χιλιετία
3. οι ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τα αιγυπτ. jwn(n)', εβρ. jāwān, αρχ. περσ. yauna οδηγούν στην παραγωγή του τ. Ἴωνες < IāFoνες ( IάFoνες > Ιάονες, με σίγηση του F, > Ἰῶνες, με συναίρεση, > Ἴωνες, με αναβιβασμό του τόνου) του οποίου όμως η προέλευση είναι άγνωστη, καίτοι επιβεβαιώνεται από τον μυκηναϊκό τ. Iāwones. Ο τ. Ἴωνες έχει επικό τ. Ἰάονες
οι τ. του ενικού Ἴων, Ιάων είναι σπάνιοι.
ΠΑΡ. ιωνικός
αρχ.
Ιάς, ιωνίζω, ιώνιος, ιωνίς, ιωνίσκος].