Ναζαρηνός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(cc2)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Μ [[Ναζαρηνός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, [[Ναζωραίος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ναζαρηνοί</i><br />[[μέλη]] της Αδελφότητας του Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές του 19ου αιώνα νεαροί Γερμανοί ζωγράφοι που επιδίωκαν να επαναφέρουν το μεσαιωνικό [[πνεύμα]] στην [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ναζαρ</i>-<i>έτ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηνός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Λαρισ</i>-<i>ηνός</i>, <i>Περγαμ</i>-<i>ηνός</i>)].
|mltxt=-ή, -ὁ (Μ [[Ναζαρηνός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, [[Ναζωραίος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ναζαρηνοί</i><br />[[μέλη]] της Αδελφότητας του Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές του 19ου αιώνα νεαροί Γερμανοί ζωγράφοι που επιδίωκαν να επαναφέρουν το μεσαιωνικό [[πνεύμα]] στην [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ναζαρ</i>-<i>έτ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηνός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Λαρισ</i>-<i>ηνός</i>, <i>Περγαμ</i>-<i>ηνός</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 21:45, 29 December 2020

English (Strong)

from Ναζαρέθ; a Nazarene, i.e. inhabitant of Nazareth: of Nazareth.

English (Thayer)

Ναζαρηνοῦ, ὁ, a Nazarene, of Nazareth, sprung from Nazareth, a patrial name applied by the Jews to Jesus, because he had lived at Nazareth with his parents from his birth until he made his public appearance: L marginal reading T Tr text WH); and L T Tr WH in Mark 10:47.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Μ Ναζαρηνός, -ή, -όν)
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, Ναζωραίος
2. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζαρηνοί
μέλη της Αδελφότητας του Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές του 19ου αιώνα νεαροί Γερμανοί ζωγράφοι που επιδίωκαν να επαναφέρουν το μεσαιωνικό πνεύμα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ναζαρ-έτ + κατάλ. -ηνός (πρβλ. Λαρισ-ηνός, Περγαμ-ηνός)].

Russian (Dvoretsky)

Ναζαρηνός: и Ναζωραῖος ὁ уроженец или житель Назарета NT.

Chinese

原文音譯:NazarhnÒj 那撒雷挪士
詞類次數:專有名詞(4)
原文字根:拿撒勒人
字義溯源:拿撒勒人;源自(Ναζαρά / Ναζαράθ / Ναζαράτ / Ναζαρέθ / Ναζαρέτ)=拿撒勒,加利利之一鎮,意為枝條),用來稱呼主耶穌:拿撒勒人耶穌
出現次數:總共(4);可(3);路(1)
譯字彙編
1) 拿撒勒人(3) 可1:24; 可14:67; 可16:6;
2) 拿撒勒的(1) 路4:34