άρκευθος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἄρκευθος]])<br />[[είδος]] αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άρκευθος]] [[είναι]] ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]», [[επειδή]] τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για [[πλέξιμο]]. Ο τ. φέρει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, που απαντά σε ονόματα [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> [[ασπάλαθος]]). Η λατινική [[ονομασία]] του φυτού [[είναι]] <i>juniperus</i>. Η [[σύνδεση]] με το λεττ. <i>ē</i>(<i>r</i>)<i>zis</i> «[[κέδρος]]» και το αρχ. ινδ. <i>ŗksara</i>- «[[ακίδα]], [[αγκάθι]]» δεν [[είναι]] βέβαιη. ΠAP. <b>αρχ.</b> [[αρκεύθινος]], [[αρκευθίς]]].
|mltxt=η (Α [[ἄρκευθος]])<br />[[είδος]] αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[άρκευθος]] [[είναι]] ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]», [[επειδή]] τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για [[πλέξιμο]]. Ο τ. φέρει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, που απαντά σε ονόματα [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> [[ασπάλαθος]]). Η λατινική [[ονομασία]] του φυτού [[είναι]] <i>juniperus</i>. Η [[σύνδεση]] με το λεττ. <i>ē</i>(<i>r</i>)<i>zis</i> «[[κέδρος]]» και το αρχ. ινδ. <i>ŗksara</i>- «[[ακίδα]], [[αγκάθι]]» δεν [[είναι]] βέβαιη. ΠAP. <b>αρχ.</b> [[αρκεύθινος]], [[αρκευθίς]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἄρκευθος)
είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει επίθημα -θος, που απαντά σε ονόματα φυτών (πρβλ. ασπάλαθος). Η λατινική ονομασία του φυτού είναι juniperus. Η σύνδεση με το λεττ. ē(r)zis «κέδρος» και το αρχ. ινδ. ŗksara- «ακίδα, αγκάθι» δεν είναι βέβαιη. ΠAP. αρχ. αρκεύθινος, αρκευθίς].