άκλυτος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκλυτος]], -ον (Α) [[κλύω]]<br />αυτός που δεν ακούστηκε, ο [[αθόρυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλυτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλύω]].
|mltxt=[[ἄκλυτος]], -ον (Α) [[κλύω]]<br />αυτός που δεν ακούστηκε, ο [[αθόρυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλυτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλύω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄκλυτος, -ον (Α) κλύω
αυτός που δεν ακούστηκε, ο αθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κλυτὸς < κλύω.