άμμα: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅμμα]], το (Α)<br />[[κάθε]] τι που [[είναι]] δεμένο ή κατάλληλο για [[δέσιμο]]: 1. [[κόμπος]]<br /><b>2.</b> [[βρόχος]], [[θηλιά]]<br /><b>3.</b> [[σκοινί]] ή [[ταινία]]<br /><b>4.</b> [[κάλυκας]] άνθους<br /><b>5.</b> [[κότσος]] γυναικείας [[κόμης]]<br /><b>6.</b> [[κρίκος]] αλυσίδας<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἅμματα</i><br />οι λαβές στην [[πάλη]] και τα χέρια του [[παλαιστή]]<br /><b>8.</b> [[μέτρο]] μήκους από 40 αρχαίους πήχεις, [[δηλαδή]] 21 [[περίπου]] σημερινά [[μέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἅμμα]], το (Α)<br />[[κάθε]] τι που [[είναι]] δεμένο ή κατάλληλο για [[δέσιμο]]: 1. [[κόμπος]]<br /><b>2.</b> [[βρόχος]], [[θηλιά]]<br /><b>3.</b> [[σκοινί]] ή [[ταινία]]<br /><b>4.</b> [[κάλυκας]] άνθους<br /><b>5.</b> [[κότσος]] γυναικείας [[κόμης]]<br /><b>6.</b> [[κρίκος]] αλυσίδας<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἅμματα</i><br />οι λαβές στην [[πάλη]] και τα χέρια του [[παλαιστή]]<br /><b>8.</b> [[μέτρο]] μήκους από 40 αρχαίους πήχεις, [[δηλαδή]] 21 [[περίπου]] σημερινά [[μέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁμματίζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἅμμα, το (Α)
κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος
2. βρόχος, θηλιά
3. σκοινί ή ταινία
4. κάλυκας άνθους
5. κότσος γυναικείας κόμης
6. κρίκος αλυσίδας
7. στον πληθ. τὰ ἅμματα
οι λαβές στην πάλη και τα χέρια του παλαιστή
8. μέτρο μήκους από 40 αρχαίους πήχεις, δηλαδή 21 περίπου σημερινά μέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅπτω.
ΠΑΡ. ἁμματίζω.