αίθυια: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἴθυια]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ένα [[θαλασσοπούλι]], ίσως ο [[θυελλοδύτης]]<br /><b>2.</b> [[επωνυμία]] της Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων<br /><b>3.</b> το [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴθω]]<br />η [[ονομασία]] του πτηνού προήλθε πιθ. από το [[χρώμα]] του].
|mltxt=η (Α [[αἴθυια]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ένα [[θαλασσοπούλι]], ίσως ο [[θυελλοδύτης]]<br /><b>2.</b> [[επωνυμία]] της Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων<br /><b>3.</b> το [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴθω]]<br />η [[ονομασία]] του πτηνού προήλθε πιθ. από το [[χρώμα]] του].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α αἴθυια)
αρχ.
1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης
2. επωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων
3. το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω
η ονομασία του πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του].