αδέξιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀδέξιος]], -ιον)<br />αυτός που δεν έχει [[ευχέρεια]] σε [[κάτι]], [[ανίκανος]], [[ανεπιτήδειος]], [[ανάξιος]], [[ατζαμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δειλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>2.</b> (για περιστάσεις <b>κ.λπ.</b>) [[απρόσφορος]], [[αντίξοος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν χρησιμοποιεί με [[ευχέρεια]] το δεξί [[χέρι]], ο [[αριστερόχειρας]] (τη [[σημασία]] αυτή διατήρησε η [[λέξη]] στη διάλεκτο τών Ποντίων).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀδέξιος]], -ιον)<br />αυτός που δεν έχει [[ευχέρεια]] σε [[κάτι]], [[ανίκανος]], [[ανεπιτήδειος]], [[ανάξιος]], [[ατζαμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δειλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>2.</b> (για περιστάσεις <b>κ.λπ.</b>) [[απρόσφορος]], [[αντίξοος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν χρησιμοποιεί με [[ευχέρεια]] το δεξί [[χέρι]], ο [[αριστερόχειρας]] (τη [[σημασία]] αυτή διατήρησε η [[λέξη]] στη διάλεκτο τών Ποντίων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δεξιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδεξιοσύνη]], [[αδεξιότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α ἀδέξιος, -ιον)
αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής
νεοελλ.
1. δειλός, συνεσταλμένος
2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος
αρχ.
αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο αριστερόχειρας (τη σημασία αυτή διατήρησε η λέξη στη διάλεκτο τών Ποντίων).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δεξιός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδεξιοσύνη, αδεξιότητα].