αδιαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιαίρετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται [[διαίρεση]], ο [[αμέριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον [[άλλο]], ο [[αχώριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιαίρετο</i><br />[[αδυναμία]] [[προς]] [[διαίρεση]] ή μερισμό, [[αδιαιρετότητα]]<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη [[συγκυριότητα]] πολλών δικαιούχων [[πάνω]] στο ίδιο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαιρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαιρεσία]], [[αδιαιρετότητα]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιαίρετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται [[διαίρεση]], ο [[αμέριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον [[άλλο]], ο [[αχώριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιαίρετο</i><br />[[αδυναμία]] [[προς]] [[διαίρεση]] ή μερισμό, [[αδιαιρετότητα]]<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη [[συγκυριότητα]] πολλών δικαιούχων [[πάνω]] στο ίδιο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαιρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαιρεσία]], [[αδιαιρετότητα]]].
}}
}}

Revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιαίρετος, -ον)
1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος
2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο
αδυναμία προς διαίρεση ή μερισμό, αδιαιρετότητα
2. (επιρρ. φρ.) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαιούχων πάνω στο ίδιο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαιρετός < διαιρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαιρεσία, αδιαιρετότητα].