αεροδόχος: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αεροδόχος]]<br />α) [[άνοιγμα]], [[μέσα]] από το οποίο περνά ο [[αέρας]]<br />β) ο [[υποδοχέας]] του αέρα στον αεραγωγό<br />γ) <b>(Μουσ.)</b> (<b>βλ.</b> [[αεροθάλαμος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αεροδόχος]]<br />α) [[άνοιγμα]], [[μέσα]] από το οποίο περνά ο [[αέρας]]<br />β) ο [[υποδοχέας]] του αέρα στον αεραγωγό<br />γ) <b>(Μουσ.)</b> (<b>βλ.</b> [[αεροθάλαμος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα
2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος
α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας
β) ο υποδοχέας του αέρα στον αεραγωγό
γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + -δόχος < δέχομαι.