αδειούχος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (θηλ. και -ούχα)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[άδεια]], που απουσιάζει [[νόμιμα]] από την [[εργασία]] ή την [[υπηρεσία]] του<br /><b>2.</b> που έχει [[άδεια]] για την [[άσκηση]] κάποιου επαγγέλματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άδεια]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
|mltxt=ο, η (θηλ. και -ούχα)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[άδεια]], που απουσιάζει [[νόμιμα]] από την [[εργασία]] ή την [[υπηρεσία]] του<br /><b>2.</b> που έχει [[άδεια]] για την [[άσκηση]] κάποιου επαγγέλματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άδεια]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:32, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο, η (θηλ. και -ούχα)
1. αυτός που βρίσκεται σε άδεια, που απουσιάζει νόμιμα από την εργασία ή την υπηρεσία του
2. που έχει άδεια για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδεια + -ούχος < έχω].