αδιάβροχος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάβροχος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να τον διαπεράσει το [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιάβροχο</i><br />[[πανωφόρι]] από ύφασμα που έχει υποστεί [[αδιαβροχοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάβροχος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να τον διαπεράσει το [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιάβροχο</i><br />[[πανωφόρι]] από ύφασμα που έχει υποστεί [[αδιαβροχοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διάβροχος]]<br />το ουσιαστ. <i>αδιάβροχο</i> αποτελεί μεταφραστικό [[δάνειο]] από το γαλλ. impermeable <span style="color: red;"><</span> λατ. impermeabilis (= [[αδιαπέραστος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάβροχος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να τον διαπεράσει το νερό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδιάβροχο
πανωφόρι από ύφασμα που έχει υποστεί αδιαβροχοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διάβροχος
το ουσιαστ. αδιάβροχο αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. impermeable < λατ. impermeabilis (= αδιαπέραστος).