αεροδρόμιο: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[σύνολο]] κατασκευών και εγκαταστάσεων που εξυπηρετεί την [[προσγείωση]] και [[απογείωση]] αεροσκαφών, όχι όμως κατ' [[ανάγκη]] και στη [[διακίνηση]] επιβατών και εμπορευμάτων<br />[[αερολιμένας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές, πρβλ. αγγλ. <i>aerodrome</i> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] ή [[αεροδρόμος]], λ. της Αρχ. Ελλην.].
|mltxt=το<br />[[σύνολο]] κατασκευών και εγκαταστάσεων που εξυπηρετεί την [[προσγείωση]] και [[απογείωση]] αεροσκαφών, όχι όμως κατ' [[ανάγκη]] και στη [[διακίνηση]] επιβατών και εμπορευμάτων<br />[[αερολιμένας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές, πρβλ. αγγλ. <i>aerodrome</i> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] ή [[αεροδρόμος]], λ. της Αρχ. Ελλην.].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
σύνολο κατασκευών και εγκαταστάσεων που εξυπηρετεί την προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών, όχι όμως κατ' ανάγκη και στη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων
αερολιμένας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές, πρβλ. αγγλ. aerodrome < αέρας + δρόμος ή αεροδρόμος, λ. της Αρχ. Ελλην.].