προσγείωση

From LSJ

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374

Greek Monolingual

η, Ν
1. (αεροπ.) επάνοδος πτητικής μηχανής, λ.χ. αεροσκάφους, ή διαστημικού οχήματος, στο έδαφος της Γης, αλλ. προσεδάφιση στη Γη
2. προσέγγιση στη στεριά
3. μτφ. επαναφορά στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσγειώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσγείωσις, μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλ. Κανελόπουλο].