αδελφομοίρι: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αδερφομοίρι, το<br /><b>1.</b> κληρονομικό [[μερίδιο]] [[κάθε]] αδελφού<br /><b>2.</b> [[κτήμα]] που προέρχεται από [[κληρονομιά]] και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) το [[μερίδιο]] του νεώτερου αδελφού από κληρονομική [[περιουσία]]<br /><b>4.</b> δίκαιη, ίση [[διανομή]] της κληρονομικής περιουσίας [[ανάμεσα]] σε αδέλφια.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και αδερφομοίρι, το<br /><b>1.</b> κληρονομικό [[μερίδιο]] [[κάθε]] αδελφού<br /><b>2.</b> [[κτήμα]] που προέρχεται από [[κληρονομιά]] και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) το [[μερίδιο]] του νεώτερου αδελφού από κληρονομική [[περιουσία]]<br /><b>4.</b> δίκαιη, ίση [[διανομή]] της κληρονομικής περιουσίας [[ανάμεσα]] σε αδέλφια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδελφός]] <span style="color: red;">+</span> <i>μοιρί</i> «[[μερίδιο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδελφομοιράδι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
και αδερφομοίρι, το
1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού
2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού
3. (ειδικότερα) το μερίδιο του νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία
4. δίκαιη, ίση διανομή της κληρονομικής περιουσίας ανάμεσα σε αδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + μοιρί «μερίδιο».
ΠΑΡ. αδελφομοιράδι].