αιγίλιψ: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰγίλιψ]] (-ιπος), ο, η (Α)<br />[[τόπος]] όπου δεν σκαρφαλώνουν [[ούτε]] κατσίκια, [[επομένως]] [[απόκρημνος]], [[απότομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετη λ. από <i>αἰγι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ</i>, <i>αἰγὸς</i>) και -<i>λιψ</i>. Το β' συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>leip</i>, που σημαίνει («[[αλείφω]]» και) «[[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]]» — πρβλ. λ.χ. λιθ., <i>lipti</i> «[[σκαρφαλώνω]]», ελλην. «<i>ἄ</i>-<i>λιψ [[πέτρα]]» <b>Ησύχ.</b>, όπου [[ἄλιψ]] κυριολεκτικά σημαίνει τον «αναρρίχητο, που δεν μπορεί [[κανείς]] να ανεβεί [[επάνω]]»].
|mltxt=[[αἰγίλιψ]] (-ιπος), ο, η (Α)<br />[[τόπος]] όπου δεν σκαρφαλώνουν [[ούτε]] κατσίκια, [[επομένως]] [[απόκρημνος]], [[απότομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Σύνθετη λ. από <i>αἰγι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ</i>, <i>αἰγὸς</i>) και -<i>λιψ</i>. Το β' συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>leip</i>, που σημαίνει («[[αλείφω]]» και) «[[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]]» — πρβλ. λ.χ. λιθ., <i>lipti</i> «[[σκαρφαλώνω]]», ελλην. «<i>ἄ</i>-<i>λιψ [[πέτρα]]» <b>Ησύχ.</b>, όπου [[ἄλιψ]] κυριολεκτικά σημαίνει τον «αναρρίχητο, που δεν μπορεί [[κανείς]] να ανεβεί [[επάνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:44, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰγίλιψ (-ιπος), ο, η (Α)
τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθετη λ. από αἰγι- (< αἴξ, αἰγὸς) και -λιψ. Το β' συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι» — πρβλ. λ.χ. λιθ., lipti «σκαρφαλώνω», ελλην. «-λιψ πέτρα» Ησύχ., όπου ἄλιψ κυριολεκτικά σημαίνει τον «αναρρίχητο, που δεν μπορεί κανείς να ανεβεί επάνω»].