αισθητοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάνω]] [[κάτι]] αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει [[κανείς]] ότι το βλέπει [[μπροστά]] του, [[αποσαφηνίζω]], [[ζωντανεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[κάνω]] [[κάτι]] αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει [[κανείς]] ότι το βλέπει [[μπροστά]] του, [[αποσαφηνίζω]], [[ζωντανεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αισθητός]] <span style="color: red;">+</span> [[ποιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αισθητοποίηση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι το βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισθητός + ποιώ.
ΠΑΡ. αισθητοποίηση].