αλάθητο: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[ικανότητα]] κάποιου να μη διαπράττει σφάλματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουδ. του επιθέτου [[αλάθητος]] με [[χρήση]] ουσιαστικού].
|mltxt=το<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[ικανότητα]] κάποιου να μη διαπράττει σφάλματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ουδ. του επιθέτου [[αλάθητος]] με [[χρήση]] ουσιαστικού].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
η ιδιότητα ή η ικανότητα κάποιου να μη διαπράττει σφάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουδ. του επιθέτου αλάθητος με χρήση ουσιαστικού].