Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλισφακιά: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η 1. [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού <i>Salvia pomifera</i> σε όλη την [[Ελλάδα]]. Την [[ίδια]] [[ονομασία]] έχουν [[επίσης]], τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα <i>Salvia officinalis</i>, <i>Salvia triloba</i> ([[φασκομηλιά]]), <i>S</i>. <i>verticillata</i> και <i>S</i>. <i>calycina</i>.<br /><b>2.</b> το [[αφέψημα]] που παρασκευάζεται από τα φύλλα [[αυτού]] του φυτού, το [[φασκόμηλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλίσφακας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφακίδι]]].
|mltxt=η 1. [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού <i>Salvia pomifera</i> σε όλη την [[Ελλάδα]]. Την [[ίδια]] [[ονομασία]] έχουν [[επίσης]], τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα <i>Salvia officinalis</i>, <i>Salvia triloba</i> ([[φασκομηλιά]]), <i>S</i>. <i>verticillata</i> και <i>S</i>. <i>calycina</i>.<br /><b>2.</b> το [[αφέψημα]] που παρασκευάζεται από τα φύλλα [[αυτού]] του φυτού, το [[φασκόμηλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλίσφακας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφακίδι]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

η 1. κοινή ονομασία του φυτού Salvia pomifera σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια ονομασία έχουν επίσης, τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα Salvia officinalis, Salvia triloba (φασκομηλιά), S. verticillata και S. calycina.
2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από τα φύλλα αυτού του φυτού, το φασκόμηλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδι].