ακατάληπτος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληπτος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει, να κατανοήσει, ο [[ακατανόητος]] ή ο πολύ [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εξουσιάσει, να τον κυριέψει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, [[άπιαστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] αδύνατον να γνωσθεί με [[βεβαιότητα]] (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει [[αβεβαιότητα]] για τη [[σύλληψη]] μιας έννοιας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληπτος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει, να κατανοήσει, ο [[ακατανόητος]] ή ο πολύ [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εξουσιάσει, να τον κυριέψει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, [[άπιαστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] αδύνατον να γνωσθεί με [[βεβαιότητα]] (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει [[αβεβαιότητα]] για τη [[σύλληψη]] μιας έννοιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταληπτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαμβάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταληπτῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάληπτος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τον κυριέψει
2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, άπιαστος
3. αυτός που είναι αδύνατον να γνωσθεί με βεβαιότητα (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)
4. εκείνος που έχει αβεβαιότητα για τη σύλληψη μιας έννοιας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + καταληπτὸς < καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ακαταληψία
αρχ.
ἀκαταληπτῶ].