αλκυονίδες: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι (Α [[ἀλκυονίδες]], αἱ) (ενν. <i>ημέρες</i> ή <i>ἡμέραι</i>)<br /><b>1.</b> <b>(κυριολ.)</b> ημέρες καλοκαιρίας στην [[καρδιά]] του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ευτυχισμένες, γαλήνιες ημέρες [[ανάμεσα]] σε δύσκολες και δυσάρεστες περιστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. της λ. <i>ἀλκυονὶς</i> με [[χρήση]] επιθέτου].
|mltxt=οι (Α [[ἀλκυονίδες]], αἱ) (ενν. <i>ημέρες</i> ή <i>ἡμέραι</i>)<br /><b>1.</b> <b>(κυριολ.)</b> ημέρες καλοκαιρίας στην [[καρδιά]] του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ευτυχισμένες, γαλήνιες ημέρες [[ανάμεσα]] σε δύσκολες και δυσάρεστες περιστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πληθ. της λ. <i>ἀλκυονὶς</i> με [[χρήση]] επιθέτου].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

οι (Α ἀλκυονίδες, αἱ) (ενν. ημέρες ή ἡμέραι)
1. (κυριολ.) ημέρες καλοκαιρίας στην καρδιά του χειμώνα
2. μτφ. ευτυχισμένες, γαλήνιες ημέρες ανάμεσα σε δύσκολες και δυσάρεστες περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πληθ. της λ. ἀλκυονὶς με χρήση επιθέτου].