αλληλέγγυος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀλληλέγγυος]], -ον)<br />αυτός που [[είτε]] από εκούσια [[δέσμευση]] [[είτε]] από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους [[κοινή]] [[υποχρέωση]] ή [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργός]], [[συμβοηθός]], [[συμπαραστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το αλληλέγγυον<br />η [[σχέση]] αλληλεγγύης, αμοιβαία [[ευθύνη]], [[αλληλεγγυότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />φορολογικό [[μέτρο]] του βυζαντινού κράτους.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἀλληλέγγυος]], -ον)<br />αυτός που [[είτε]] από εκούσια [[δέσμευση]] [[είτε]] από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους [[κοινή]] [[υποχρέωση]] ή [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργός]], [[συμβοηθός]], [[συμπαραστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το αλληλέγγυον<br />η [[σχέση]] αλληλεγγύης, αμοιβαία [[ευθύνη]], [[αλληλεγγυότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />φορολογικό [[μέτρο]] του βυζαντινού κράτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔγγυος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλληλεγγύη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλληλεγγυότηχα</i>, [[αλληλεγγυώμαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:19, 29 December 2020
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀλληλέγγυος, -ον)
αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη
νεοελλ.
1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης
2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον
η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη, αλληλεγγυότητα
μσν.
φορολογικό μέτρο του βυζαντινού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλ(ο)- + ἔγγυος.
ΠΑΡ. αλληλεγγύη
νεοελλ.
αλληλεγγυότηχα, αλληλεγγυώμαι].