αμεριμνομέριμνος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμεριμνομέριμνος, -ον ([[λέξη]] του Αδ. Κοραή)<br />ο υπερβολικά [[αμέριμνος]], ο εντελώς [[ξένοιαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επαναληπτικό σύνθετο <span style="color: red;"><</span> [[ἀμέριμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μέριμνα]] (πρβλ. νεοελλ. <i>γαϊδουρογάιδαρος</i>)].
|mltxt=ἀμεριμνομέριμνος, -ον ([[λέξη]] του Αδ. Κοραή)<br />ο υπερβολικά [[αμέριμνος]], ο εντελώς [[ξένοιαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Επαναληπτικό σύνθετο <span style="color: red;"><</span> [[ἀμέριμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μέριμνα]] (πρβλ. νεοελλ. <i>γαϊδουρογάιδαρος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμεριμνομέριμνος, -ον (λέξη του Αδ. Κοραή)
ο υπερβολικά αμέριμνος, ο εντελώς ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επαναληπτικό σύνθετο < ἀμέριμνος + -μέριμνα (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)].