αμετανόητος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αμετανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, [[αμεταμέλητος]], [[αδιόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμετανοησία</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αμετανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, [[αμεταμέλητος]], [[αδιόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμετανοησία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αμετανόητος, -ον)
αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μετανοῶ.
ΠΑΡ. ἀμετανοησία].