εὐμετακόμιστος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmetakomistos | |Transliteration C=evmetakomistos | ||
|Beta Code=eu)metako/mistos | |Beta Code=eu)metako/mistos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ready to migrate]], Sch.<span class="bibl">Th.1.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[portable]], <span class="bibl">Aët.1.39</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:00, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A ready to migrate, Sch.Th.1.2. 2 portable, Aët.1.39.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht weg u. anderswohin zu bringen, leicht beweglich, πρὸς τὸ μετανίστασθαι Schol. Thuc. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετακόμιστος: -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, πρός τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, -ον)
1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση
2. αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-κομίζω.