Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θραύστης: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thraystis
|Transliteration C=thraystis
|Beta Code=qrau/sths
|Beta Code=qrau/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who breaks]] or [[crushes]], POxy.868.2 (nisi sub [[θραυστός]] ponendum).</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who breaks]] or [[crushes]], POxy.868.2 (nisi sub [[θραυστός]] ponendum).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[θραύστης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[θραυστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[κοκκοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυγδαλοθραύστης]], [[θαλασσοθραύστης]], [[καρυοθραύστης]], [[κεφαλοθραύστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, [[κυματοθραύστης]], [[λιθοθραύστης]], [[ξυλοθραύστης]], [[παγοθραύστης]], <i>υαλοθραύστης</i>].
|mltxt=ὁ (Α [[θραύστης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[θραυστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[κοκκοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυγδαλοθραύστης]], [[θαλασσοθραύστης]], [[καρυοθραύστης]], [[κεφαλοθραύστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, [[κυματοθραύστης]], [[λιθοθραύστης]], [[ξυλοθραύστης]], [[παγοθραύστης]], <i>υαλοθραύστης</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θραύστης Medium diacritics: θραύστης Low diacritics: θραύστης Capitals: ΘΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: thraústēs Transliteration B: thraustēs Transliteration C: thraystis Beta Code: qrau/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who breaks or crushes, POxy.868.2 (nisi sub θραυστός ponendum).

Greek Monolingual

ὁ (Α θραύστης)
νεοελλ.
ο θραυστήρας
αρχ.
αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) κοκκοθραύστης
νεοελλ.
αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης, λιθοθραύστης, ξυλοθραύστης, παγοθραύστης, υαλοθραύστης].