θαλασσοθραύστης

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ο μεγάλος εξωτερικός κυματοθραύστης λιμανιού ο οποίος δεν συνδέεται με τις προκυμαίες ή με την υπόλοιπη ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο- + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης, κυματοθραύστης].