κατάντλημα: Difference between revisions
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katantlima | |Transliteration C=katantlima | ||
|Beta Code=kata/ntlhma | |Beta Code=kata/ntlhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[douche]], Dsc.1.104.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:45, 30 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A douche, Dsc.1.104.
German (Pape)
[Seite 1366] τό, das Daraufgeschüttete, bes. Bähung, warmer Umschlag, Diosc. u. a. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντλημα: (καὶ ἐπάντλημα), τό, πλύσιμον, διὰ θερμοῦ μάλιστα ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· κατάντλημα ποδάγρας ἄριστον τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.
Greek Monolingual
κατάντλημα, τὸ (Α) καταντλώ
1. λουτρό
2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα.