καταχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachronnymi
|Transliteration C=katachronnymi
|Beta Code=kataxrw/nnumi
|Beta Code=kataxrw/nnumi
|Definition=<span class="bibl">Poll.7.169</span>, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[colour]], -χρῶσαι τὴν κόμην <span class="bibl">Poll.2.35</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in SE</span>9.3</span>:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>911</span> (lyr.).</span>
|Definition=<span class="bibl">Poll.7.169</span>, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[colour]], -χρῶσαι τὴν κόμην <span class="bibl">Poll.2.35</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in SE</span>9.3</span>:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>911</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:15, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρώννῡμι Medium diacritics: καταχρώννυμι Low diacritics: καταχρώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katachrṓnnymi Transliteration B: katachrōnnymi Transliteration C: katachronnymi Beta Code: kataxrw/nnumi

English (LSJ)

Poll.7.169, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—A colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι E.Hec.911 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώννῡμι: μέλλ. -χρώσω· -χρωματίζω ἐντελῶς, καταβάπτω, καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ πρόσωπον κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, καταχρώσκω.

French (Bailly abrégé)

1 noircir;
2 salir, tacher.
Étymologie: κατά, χρώννυμι.

Greek Monolingual

καταχρώννυμι και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM)
χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.)
αρχ.
παθ. καταχρώννυμαι
κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώννυμι «χρωματίζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταχρώννῡμι: окрашивать, пачкать: κατα δ᾽ αἰθάλου κηλῖδ᾽ κέχρωσαι (Τροία) Eur. копотью покрылась Троя.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρώννυμι kleuren; overdr., met acc. v. h. inw. obj.: κατὰ δ ’ αἰθάλου κηλῖδ ’( α )... κέχρωσαι jij bent zwart van de rookvlekken Eur. Hec. 911 (tmesis, lyr.).