νίπτρον: Difference between revisions
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=niptron | |Transliteration C=niptron | ||
|Beta Code=ni/ptron | |Beta Code=ni/ptron | ||
|Definition=τό, (νίζω) <span class="sense"> | |Definition=τό, (νίζω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[water for washing]], <span class="bibl">Poll.10.78</span>: mostly in pl., <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>225</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1174</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hel.</span>1384</span>, <span class="title">AP</span>12.68 (Mel.); παῖδες ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν <span class="bibl">Philox.2.39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">Νίπτρα, τά,</b> the [[Bath Scene]], title of play by Sophocles on the recognition of Odysseus by his nurse; also applied to <span class="bibl">Od.19</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1460a26</span>, and to the [[Bath Scene]] in that book, ib.<span class="bibl">1454b30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 30 December 2020
English (LSJ)
τό, (νίζω) A water for washing, Poll.10.78: mostly in pl., A.Fr.225, E.Ion1174, Hel.1384, AP12.68 (Mel.); παῖδες ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Philox.2.39. II Νίπτρα, τά, the Bath Scene, title of play by Sophocles on the recognition of Odysseus by his nurse; also applied to Od.19, Arist.Po.1460a26, and to the Bath Scene in that book, ib.1454b30.
German (Pape)
[Seite 257] τό, das Waschwasser; Aesch. frg. 210; ἐκ κρωσσῶν ὕδωρ χεροῖν ἔπεμπε νίπτρα, Eur. Ion 1174; sp. D., νίπτρα ποδῶν, Mel. 14 (XII, 68); Nicarch. 8 (IX, 330).
Greek (Liddell-Scott)
νίπτρον: τό, (νίζω) ὕδωρ διὰ νίψιμον, Πολυδ. Ι΄, 78· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 210, Εὐρ. Ἴων 1174, Ἑλ. 1384, Ἀνθ. Π. 12. 68· ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 408Ε· πρβλ. χεὶρ 6. ― Τὸ μέρος τῆς Ὀδυσσείας ἔνθα τὸν Ὀδυσσέα ἀναγνωρίζει ἡ τροφὸς αὐτοῦ ἐνῷ νίπτει τοὺς πόδας του, ἐκαλεῖτο Νίπτρα· καὶ ὁ Σοφ. ἔγραψε δρᾶμα περὶ τοῦ Ὀδυσσέως φέρον τὸ ὄνομα τοῦτο.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
eau pour se laver.
Étymologie: νίπτω.
Greek Monolingual
νίπτρον, τὸ (Α)
1. νερό για νίψιμο, για πλύσιμο
2. στον πληθ. νίπτρα
το μέρος της Οδύσσειας κατά το οποίο η τροφός, καθώς νίβει τα πόδια του Οδυσσέα, τον αναγνωρίζει
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Νίπτρα
τίτλος τραγωδίας του Σοφοκλέους με ήρωα τον Οδυσσέα, η οποία δεν διασώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + επίθημα -τρον (πρβλ. νή-τρον)].
Greek Monotonic
νίπτρον: τό (νίζω), νερό για πλύσιμο των χεριών, κυρίως στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νίπτρον: τό (преимущ. pl.) вода для омовения Trag., Anth.: τὰ Νίπτρα Arst. Омовение (Одиссея) (часть XIX песни «Одиссеи»).
Middle Liddell
νίπτρον, ου, τό, νίζω
water for washing, mostly in pl., Eur., Anth.