ξανθοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksanthoeidis
|Transliteration C=ksanthoeidis
|Beta Code=canqoeidh/s
|Beta Code=canqoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[yellow in appearance]], <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[yellow in appearance]], <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθοειδής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξανθός]], ξανθοκίτρινος στην όψη.
|mltxt=[[ξανθοειδής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξανθός]], ξανθοκίτρινος στην όψη.
}}
}}

Revision as of 16:15, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοειδής Medium diacritics: ξανθοειδής Low diacritics: ξανθοειδής Capitals: ΞΑΝΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: xanthoeidḗs Transliteration B: xanthoeidēs Transliteration C: ksanthoeidis Beta Code: canqoeidh/s

English (LSJ)

ές, A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.

Greek Monolingual

ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.