ξανθοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksanthoeidis | |Transliteration C=ksanthoeidis | ||
|Beta Code=canqoeidh/s | |Beta Code=canqoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[yellow in appearance]], <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξανθοειδής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξανθός]], ξανθοκίτρινος στην όψη. | |mltxt=[[ξανθοειδής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξανθός]], ξανθοκίτρινος στην όψη. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ές, A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.