πανδάλητος: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pandalitos | |Transliteration C=pandalitos | ||
|Beta Code=panda/lhtos | |Beta Code=panda/lhtos | ||
|Definition=[prob. <b class="b3">ᾰ], ον,</b> (δηλέομαι, δάλλει) <span class="sense"> | |Definition=[prob. <b class="b3">ᾰ], ον,</b> (δηλέομαι, δάλλει) <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἐπίτριπτος]], <span class="bibl">Hippon.2</span> (vv.Il. <b class="b3">πανδάληκτος, πανδαύληκτος</b>, whence Bgk. proposes πανδαύχνητος, = [[πανδάφνωτος]], <b class="b2">all laurel-crowned</b>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 30 December 2020
English (LSJ)
[prob. ᾰ], ον, (δηλέομαι, δάλλει) A = ἐπίτριπτος, Hippon.2 (vv.Il. πανδάληκτος, πανδαύληκτος, whence Bgk. proposes πανδαύχνητος, = πανδάφνωτος, all laurel-crowned).
German (Pape)
[Seite 457] dor. = πανδήλητος, Hipponax bei Tzetz. zu Lycophr. 425.
Greek (Liddell-Scott)
πανδάλητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πανδήλητος, ὁ τὰ πάντα καταστρέφων, Ἱππῶναξ 18, ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πανδάληκτος, πανδαύλητος, καὶ ἐντεῦθεν ὁ Bgk. προτείνει τὴν γραφήν: πανδαύχνητος = πανδάφνωτος, ὅλως ἐστεμμένος διὰ δάφνης.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. επίτριπτος, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος
2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δάλητος (< δηλοῦμαι / -έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ -α- για μετρικούς λόγους].