πλαγιοτομία: Difference between revisions
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plagiotomia | |Transliteration C=plagiotomia | ||
|Beta Code=plagiotomi/a | |Beta Code=plagiotomi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[oblique incision]], Leonid. ap. <span class="bibl">Aët.15.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική [[περίπτωση]] εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά [[σημεία]] [[είναι]] απρόσιτο, όπως λ.χ. [[είναι]] ένα αδιάβατο [[έδαφος]] ή η [[κορυφή]] ενός καμπαναριού κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />λοξή [[εντομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τομία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καινο</i>-[[τομία]]. | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική [[περίπτωση]] εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά [[σημεία]] [[είναι]] απρόσιτο, όπως λ.χ. [[είναι]] ένα αδιάβατο [[έδαφος]] ή η [[κορυφή]] ενός καμπαναριού κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />λοξή [[εντομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τομία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καινο</i>-[[τομία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A oblique incision, Leonid. ap. Aët.15.5.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ.
αρχ.
λοξή εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -τομία (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο-τομία.