Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυσύνθετος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polysynthetos
|Transliteration C=polysynthetos
|Beta Code=polusu/nqetos
|Beta Code=polusu/nqetos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[much-compounded]], <span class="bibl">Plot.5.9.3</span>; of medicines, [[with many ingredients]], <span class="bibl">Alex.Trall.5.5</span>; of words, [[with many elements]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>844</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> τὸ π. [[the union of clauses by many particles]], Rutil.1.14.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-compounded]], <span class="bibl">Plot.5.9.3</span>; of medicines, [[with many ingredients]], <span class="bibl">Alex.Trall.5.5</span>; of words, [[with many elements]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>844</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> τὸ π. [[the union of clauses by many particles]], Rutil.1.14.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:00, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσύνθετος Medium diacritics: πολυσύνθετος Low diacritics: πολυσύνθετος Capitals: ΠΟΛΥΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: polysýnthetos Transliteration B: polysynthetos Transliteration C: polysynthetos Beta Code: polusu/nqetos

English (LSJ)

ον, A much-compounded, Plot.5.9.3; of medicines, with many ingredients, Alex.Trall.5.5; of words, with many elements, Sch.Ar.Ra.844, etc. II τὸ π. the union of clauses by many particles, Rutil.1.14.

German (Pape)

[Seite 674] vielfach zusammengesetzt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύνθετος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συγκείμενος, κόσμος Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 12· ῥήματα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 844, κτλ.· ― τὸ πολυσύνθετον, ἡ σύνδεσις τῶν προτάσεων διὰ πολλῶν μορίων, Rutil. Lup. 1. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύνθετος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που συγκροτείται, που απαρτίζεται από πολλά τμήματα, από πολλά στοιχεία
2. (ιδίως για φαρμακευτικά παρασκευάσματα) αυτός που αποτελείται από πολλά συστατικά
3. (για λέξη) αυτός που έχει σχηματιστεί με περισσότερα από δύο συνθετικά, όπως λ.χ. δι-εισ-δύω, προ-κατα-λαμβάνω, παρα-σύν-θημα
4. το ουδ. ως ουσ. το πολυσύνθετο
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνδεση τών προτάσεων γίνεται με τη χρήση πολλών μορίων
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά χαρίσματα ή πολλές ικανότητες, χαρισματικός, πολυτάλαντος («πολυσύνθετη προσωπικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σύνθετος.