προσκυνητός: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskynitos | |Transliteration C=proskynitos | ||
|Beta Code=proskunhto/s | |Beta Code=proskunhto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be worshipped]], [[worshipful]], Cod.Just.1.5.20.1, al., <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>158.6</span> (vi A.D.); prob. for <b class="b3">προκ-</b> in <span class="title">Rev.Phil.</span>1930.249 (Egypt, <span class="title">Tab.Defix.</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:12, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A to be worshipped, worshipful, Cod.Just.1.5.20.1, al., POxy.158.6 (vi A.D.); prob. for προκ- in Rev.Phil.1930.249 (Egypt, Tab.Defix.).
German (Pape)
[Seite 771] fußfällig verehrt, angebetet; zu verehren, anzubeten, im adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠνητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ προσκυνήσῃ, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 255. 90.
Greek Monolingual
-ό / προσκυνητός, -όν, ΝΜΑ προσκυνῶ
νεοελλ.-μσν.
φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών
μσν.-αρχ.
αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος.
επίρρ...
προσκυνητῶς Μ
με προσκύνηση, με απόδοση ευλαβούς λατρείας και τιμής.