συκόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sykovios
|Transliteration C=sykovios
|Beta Code=suko/bios
|Beta Code=suko/bios
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">living on figs: living by slander</b> (cf. [[συκοφάντης]]), Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>874</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>733.56</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">living on figs: living by slander</b> (cf. [[συκοφάντης]]), Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>874</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>733.56</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:05, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκόβῐος Medium diacritics: συκόβιος Low diacritics: συκόβιος Capitals: ΣΥΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: sykóbios Transliteration B: sykobios Transliteration C: sykovios Beta Code: suko/bios

English (LSJ)

ον, A living on figs: living by slander (cf. συκοφάντης), Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.

German (Pape)

[Seite 973] von Feigen lebend, auch, wie der Sykophant, von Verleumdungen lebend, Schol. Ar. Plut. 874.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ σύκων, δηλ. διὰ τῆς συκοφαντίας, «συκασταὶ τοὺς φιλεγκλήμονας ἔλεγον καὶ συκοβίους καὶ συκωροὺς κτλ.» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκολόγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -βιος (< βίος), πρβλ. ημερό-βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης.

Greek Monolingual

-ον, Α
μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -βιος (< βίος), πρβλ. ημερό-βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης.