σῦαξ: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syaks | |Transliteration C=syaks | ||
|Beta Code=su=ac | |Beta Code=su=ac | ||
|Definition=ᾰκος, ὁ, a kind of <span class="sense"> | |Definition=ᾰκος, ὁ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pulse]], <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.288H.</span>: cf. [[σαῦσαξ]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> a kind of [[fish]],= ῥόμβος B. 2, <span class="title">Gloss.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, a kind of A pulse, Choerob. in Theod.1.288H.: cf. σαῦσαξ. II a kind of fish,= ῥόμβος B. 2, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σῦαξ: -ᾱκος, ὁ, «φασηλοειδὲς ὄσπριον» Χοιροβ. 305, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 276. ΙΙ. σύαξ, ακος, ὁ, κοινῶς «συάκι», καὶ «σαλάχι», Τουρκ. «καλκὰν μπαλήκ», ἴδε ῥόμβος, καὶ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 «ἰχθύας σύακα καὶ λαύρακα ὡς μὲν μεγίστους ὡς δὲ πίονας» Νικήτ. Χρον. 39Β.
Greek Monolingual
-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ-αξ)].
Greek Monolingual
-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ-αξ)].