φριξόθριξ: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=friksothriks | |Transliteration C=friksothriks | ||
|Beta Code=frico/qric | |Beta Code=frico/qric | ||
|Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with bristling hair]], Ἰνδοί <span class="bibl">Ps.-Callisth.3.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[making the hair stand on end]], EM800.32, Suid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 31 December 2020
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, A with bristling hair, Ἰνδοί Ps.-Callisth.3.8. II making the hair stand on end, EM800.32, Suid.
German (Pape)
[Seite 1307] τριχος, mit struppigem Haare, dem die Haare emporstehen; auch kraushaarig, Ggstz des schlicht herabhangenden Haares; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φριξόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς τρίχας ἀνωρθωμένας, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 26. ΙΙ. ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας, κάμνων νὰ σηκωθῶσιν αἱ τρίχες, Ἐτυμ. Μέγ. 800. 32, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-τριχος, ο, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.)
αρχ.
αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ, μεγαλό-θριξ].