ἀλλακτός: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=allaktos | |Transliteration C=allaktos | ||
|Beta Code=a)llakto/s | |Beta Code=a)llakto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[equivalent]], πρός τι <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>pp.47,55</span>J.: <b class="b3">-τόν, τό,=a)na/foron</b>, Arg. Ar.<span class="title">Ra.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 17:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A equivalent, πρός τι Phld.Oec.pp.47,55J.: -τόν, τό,=a)na/foron, Arg. Ar.Ra.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que puede ser compensado, equivalente (πόνοι) πρὸς οὐδὲν πλῆθος ἀλλακτοί Phld.Oec.p.47, cf. 55.
2 subst. τὸ ἀ. bastón o bordón ahorquillado para atar el hatillo de viaje, Ar.Ra.argumen.4.
Greek Monolingual
και -χτός, -ή, -ό (Α ἀλλακτός, -ή, -όν) [[[ἀλλάσσω]]]
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί
2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή
3. ιδιότροπος, παράξενος
4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές ανταλλάσσουν με γερό παιδί πραγματικής γυναίκας
β) κακοποιά αόρατη ύπαρξη που φέρνει ώς και σάλεμα του νου, δαιμονικό, νεραϊδικό, ξωτικό
γ) άνθρωπος λιγόμυαλος και μισερός, παρλιακό
αρχ.
1. ο ίσης αξίας, ισοδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλακτόν το ανάφορον, το ξύλο τών αχθοφόρων, σκυτάλη, ρόπαλο.