κυκνίας: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyknias | |Transliteration C=kyknias | ||
|Beta Code=kukni/as | |Beta Code=kukni/as | ||
|Definition= | |Definition=[[ἀετός]], [[ὁ]], a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[white eagle]], <span class="bibl">Paus.8.17.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:30, 1 January 2021
English (LSJ)
ἀετός, ὁ, a kind of A white eagle, Paus.8.17.3.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνίας: ἀετός, ὁ, εἶδος λευκοῦ ἀετοῦ, Παυσ. 8. 17, 3.
Greek Monolingual
κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας)
είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκιν-ίας, κοχλ-ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω του λευκού χρώματός του].