πνιγμονή: Difference between revisions
From LSJ
κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pnigmoni | |Transliteration C=pnigmoni | ||
|Beta Code=pnigmonh/ | |Beta Code=pnigmonh/ | ||
|Definition=ἡ, = | |Definition=ἡ, = [[πνιγμός]] ([[choking]], [[being choked]], [[suffocation]], [[crushing]], [[stifling heat]], [[stewing]]), Herm. ''in Phdr.'' p. 163A. (pl.), Sch. E. ''Ph.'' 327, Hdn. ''Epim.'' 111. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:15, 28 January 2021
English (LSJ)
ἡ, = πνιγμός (choking, being choked, suffocation, crushing, stifling heat, stewing), Herm. in Phdr. p. 163A. (pl.), Sch. E. Ph. 327, Hdn. Epim. 111.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, = Folgdm; Schol. Eur. Phoen. 331; Hdn. epimer. 111.
Greek (Liddell-Scott)
πνιγμονή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 111.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ιατρ. ασφυξία προκαλούμενη από μηχανική απόφραξη τών ανώτερων αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων
νεοελλ.
πνιγηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγμός + -μονή (< -μων), πρβλ. πῆμα: πημονή, φλέγμα: φλεγμονή.