προσωπίς: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=προσωπίς | |||
|Medium diacritics=προσωπίς | |||
|Low diacritics=προσωπίς | |||
|Capitals=ΠΡΟΣΩΠΙΣ | |||
|Transliteration A=prosōpís | |||
|Transliteration B=prosōpis | |||
|Transliteration C=prosopis | |||
|Beta Code=proswpi/s | |||
|Definition=-ίδος, ἡ, = [[προσώπιον]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσωπίς''': -ίδος, ἡ, = [[προσωπεῖον]], κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[προσωπεῖον]]. | |lstext='''προσωπίς''': -ίδος, ἡ, = [[προσωπεῖον]], κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[προσωπεῖον]]. |
Revision as of 10:47, 31 January 2021
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = προσώπιον.
Greek (Liddell-Scott)
προσωπίς: -ίδος, ἡ, = προσωπεῖον, κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. προσωπεῖον.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προσωπίδα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μιμοζίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο].