διονυσιακός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(9)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διονυσιακός
|Medium diacritics=διονυσιακός
|Low diacritics=διονυσιακός
|Capitals=ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ
|Transliteration A=dionysiakós
|Transliteration B=dionysiakos
|Transliteration C=dionysiakos
|Beta Code=dionusiako/s
|Definition=ή, όν, [[belonging to the Dionysia]] or [[to Dionysus]], Δ. [[θέατρον]] Th. 8.93; [[ἀγών]] Arist. ''Rh.'' 1416a32, cf. ''Pol.'' 1323a2; [[Διονυσιακά]], τά, [[poems on the legend of Bacchus]], e.g. by Nonnus; [[διονυσιακόν]], τό, prob., = [[διονύσιον]], Gal. 12.423.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne Dionysos <i>ou</i> les Dionysies.<br />'''Étymologie:''' [[Διόνυσος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne Dionysos <i>ou</i> les Dionysies.<br />'''Étymologie:''' [[Διόνυσος]].

Revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διονυσιακός Medium diacritics: διονυσιακός Low diacritics: διονυσιακός Capitals: ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ
Transliteration A: dionysiakós Transliteration B: dionysiakos Transliteration C: dionysiakos Beta Code: dionusiako/s

English (LSJ)

ή, όν, belonging to the Dionysia or to Dionysus, Δ. θέατρον Th. 8.93; ἀγών Arist. Rh. 1416a32, cf. Pol. 1323a2; Διονυσιακά, τά, poems on the legend of Bacchus, e.g. by Nonnus; διονυσιακόν, τό, prob., = διονύσιον, Gal. 12.423.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne Dionysos ou les Dionysies.
Étymologie: Διόνυσος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διονυσιακός, -ή, -όν) Διονύσια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια
νεοελλ.
ενθουσιώδης, οργιαστικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά
επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου
2. το ουδ. εν. ως ουσ. διονυσιακόν
ο καρπός του κισσού
3. φρ. «διονυσιακοὶ τεχνῑται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.