λιπυρίας: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(23)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λιπυρίας
|Medium diacritics=λιπυρίας
|Low diacritics=λιπυρίας
|Capitals=ΛΙΠΥΡΙΑΣ
|Transliteration A=lipyrías
|Transliteration B=lipyrias
|Transliteration C=lipyrias
|Beta Code=lipuri/as
|Definition=ου, ὁ, one who suffers from [[λιπυρία]], Gal. 17 (2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal. 19.399; — ''Adj.'' [[λειπυρικός]] (leg. [[λιπυρικός]]), ή, όν, like [[λιπυρία]], Hp. ''Coac.'' 117; [[λιπυριώδης]], ες, of the nature of [[λιπυρία]], [[πυρετός]] Id. Epic 21.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπυρίας]] και [[λειπυρίας]], ὁ (Α) [[λιπυρία]]<br />αυτός που πάσχει από [[λιπυρία]].
|mltxt=[[λιπυρίας]] και [[λειπυρίας]], ὁ (Α) [[λιπυρία]]<br />αυτός που πάσχει από [[λιπυρία]].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιπυρίας Medium diacritics: λιπυρίας Low diacritics: λιπυρίας Capitals: ΛΙΠΥΡΙΑΣ
Transliteration A: lipyrías Transliteration B: lipyrias Transliteration C: lipyrias Beta Code: lipuri/as

English (LSJ)

ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal. 17 (2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal. 19.399; — Adj. λειπυρικός (leg. λιπυρικός), ή, όν, like λιπυρία, Hp. Coac. 117; λιπυριώδης, ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Id. Epic 21.

Greek Monolingual

λιπυρίας και λειπυρίας, ὁ (Α) λιπυρία
αυτός που πάσχει από λιπυρία.