πει: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(31)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πει
|Medium diacritics=πει
|Low diacritics=πει
|Capitals=ΠΕΙ
|Transliteration A=pei
|Transliteration B=pei
|Transliteration C=pei
|Beta Code=pei
|Definition=''Doric indef.'', [[anywhere]], SIG 527.126 (Dreros, iii BC).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και πι, το / πεῑ, και πῑ, ΝΜΑ<br /> η [[ονομασία]] του γράμματος <i>π</i>.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην Ελληνική του γράμματος <i>p</i><i>ē</i> του βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «[[στόμα]]». Η αρχική [[απόδοση]] του <i>πεῖ</i> ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. <i>πῖ</i> [[είναι]] νεώτερο [[προϊόν]] ιωτακισμού. Η [[ονομασία]] του γράμματος <i>πεῖ</i> φαίνεται ότι αποτέλεσε το [[πρότυπο]] της ονομασίας των <i>φεῖ</i>, <i>χεῖ</i>, <i>ψεῖ</i> και <i>ξεῖ</i> (<b>βλ.</b> και εγκυκλοπαιδικό λ. -<i>π</i>-)].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και πι, το / πεῑ, και πῑ, ΝΜΑ<br /> η [[ονομασία]] του γράμματος <i>π</i>.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην Ελληνική του γράμματος <i>p</i><i>ē</i> του βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «[[στόμα]]». Η αρχική [[απόδοση]] του <i>πεῖ</i> ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. <i>πῖ</i> [[είναι]] νεώτερο [[προϊόν]] ιωτακισμού. Η [[ονομασία]] του γράμματος <i>πεῖ</i> φαίνεται ότι αποτέλεσε το [[πρότυπο]] της ονομασίας των <i>φεῖ</i>, <i>χεῖ</i>, <i>ψεῖ</i> και <i>ξεῖ</i> (<b>βλ.</b> και εγκυκλοπαιδικό λ. -<i>π</i>-)].
}}
}}

Revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πει Medium diacritics: πει Low diacritics: πει Capitals: ΠΕΙ
Transliteration A: pei Transliteration B: pei Transliteration C: pei Beta Code: pei

English (LSJ)

Doric indef., anywhere, SIG 527.126 (Dreros, iii BC).

Greek Monolingual

(I)
και πι, το / πεῑ, και πῑ, ΝΜΑ
η ονομασία του γράμματος π.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του γράμματος pē του βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «στόμα». Η αρχική απόδοση του πεῖ ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. πῖ είναι νεώτερο προϊόν ιωτακισμού. Η ονομασία του γράμματος πεῖ φαίνεται ότι αποτέλεσε το πρότυπο της ονομασίας των φεῖ, χεῖ, ψεῖ και ξεῖ (βλ. και εγκυκλοπαιδικό λ. -π-)].