ξυλοπριστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(27) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ξυλοπριστικός | |||
|Medium diacritics=ξυλοπριστικός | |||
|Low diacritics=ξυλοπριστικός | |||
|Capitals=ΞΥΛΟΠΡΙΣΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=xylopristikós | |||
|Transliteration B=xylopristikos | |||
|Transliteration C=ksylopristikos | |||
|Beta Code=culopristiko/s | |||
|Definition=[[πῆχυς]], [[sawyer]]'s [[cubit]], Hero ''Geom.'' 23.6. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυλοπριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3. | |lstext='''ξυλοπριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3. |
Latest revision as of 11:02, 31 January 2021
English (LSJ)
πῆχυς, sawyer's cubit, Hero Geom. 23.6.
Greek (Liddell-Scott)
ξυλοπριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.
Greek Monolingual
ξυλοπριστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)].