σάμψυχον: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ"
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάμψῡχον''': τό, ξενικὴ [[λέξις]] σημαίνουσα τὸ φυτὸν ἀμάρακος, «μαντζουράνα», Διοσκ. 3. 47. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 10· - φέρεται καὶ σάμψουχον, Νικ. Θηρ. 617, Παυσ. 9. 28, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 548· σάμψυχος, ἡ, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6· ὁ, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 107.
|lstext='''σάμψῡχον''': τό, ξενικὴ [[λέξις]] σημαίνουσα τὸ φυτὸν ἀμάρακος, «μαντζουράνα», Διοσκ. 3. 47. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 10· - φέρεται καὶ σάμψουχον, Νικ. Θηρ. 617, Παυσ. 9. 28, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 548· σάμψυχος, ἡ, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6· ὁ, Πολυδ. Ϛ΄, 107.
}}
}}
{{etym
{{etym