πολυλόγος: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυλόγος''': -ον, ὁ πολλὰ λέγων, Πλάτ. Νόμ. 641Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3. ΙΙ. πολύλογος, παθητ., ὁ πολλῶν λόγων δεόμενος, ὁ [[μετὰ]] πολυλογίας λεγόμενος, Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 214. ― Ἐπίρρ. πολυλόγως, [[μετὰ]] πολλῶν λόγων, | |lstext='''πολυλόγος''': -ον, ὁ πολλὰ λέγων, Πλάτ. Νόμ. 641Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3. ΙΙ. πολύλογος, παθητ., ὁ πολλῶν λόγων δεόμενος, ὁ [[μετὰ]] πολυλογίας λεγόμενος, Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 214. ― Ἐπίρρ. πολυλόγως, [[μετὰ]] πολλῶν λόγων, Πολυδ. Δ΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 17:04, 31 January 2021
English (LSJ)
ον, loquacious, Democr. 44, Pl. Lg. 641e, X. Cyr. 1.4.3 (Comp.). Adv. -γως Poll. 4.24.
German (Pape)
[Seite 665] 1) viel redend, geschwätzig; Plat. Legg. I, 641 e; compar., Xen. Cyr. 1, 4, 3; Folgde, auch adv. πολυλόγως, Poll. 4, 24 verworfen. – 2) mit verändertem Tone, πολύλογος, wovon viel gesprochen wird od. werden muß, Dionys. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
πολυλόγος: -ον, ὁ πολλὰ λέγων, Πλάτ. Νόμ. 641Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3. ΙΙ. πολύλογος, παθητ., ὁ πολλῶν λόγων δεόμενος, ὁ μετὰ πολυλογίας λεγόμενος, Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 214. ― Ἐπίρρ. πολυλόγως, μετὰ πολλῶν λόγων, Πολυδ. Δ΄, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle beaucoup, verbeux.
Étymologie: πολύς, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
πολυλόγος: v. l. πολύλογος 2 λέγω III] словоохотливый, многоречивый Plat., Xen.